- καταλοχισμός
- καταλοχισμόςregistermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταλοχισμός — καταλοχισμός, ὁ (Α) [καταλοχίζω] 1. η κατανομή σε λόχους 2. βιβλίο αναγραφής εδαφών που διανέμονταν στους στρατιωτικούς 3. εγγραφή ονομάτων σε φορολογικό κατάλογο … Dictionary of Greek
καταλοχισμοῖς — καταλοχισμός register masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοχισμοῦ — καταλοχισμός register masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοχισμούς — καταλοχισμός register masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοχισμῶν — καταλοχισμός register masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοχισμῷ — καταλοχισμός register masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CATALOCHISMUS — Graece Καταλοχισμὸς, liber dictus est τῆς γενικῆς γραφῆς, h. e. in quo descripta erant singularum familiarum et omnium inde descendentium nomina. Apud Esdram, l. 1. c. 4. καὶ τούτων ζηθηθείσης τῆς γενικῆς γραφῆς εν τῷ καταλοχισμῷ, καὶ μὴ… … Hofmann J. Lexicon universale
καταλοχία — και καταλόχεια και καταλογία (Α) βλ. καταλοχισμός … Dictionary of Greek